-
1 ὁμιλία
A intercourse, company, ;τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39
, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ;πρός τινα S.Ph.70
, Pl.Smp. 203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl. 776 ;ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma. 283d
; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph. 1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[ 1622] ;ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT 1489
; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl.,ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16
.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ;φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024
(= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ;ἐνδίκοις ὁ. A.Eu. 966
(lyr.) ; αἱ.. συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ;ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b
;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1336b32
, etc.2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ;νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400
;ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA 582a26
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol. 1272a24, 1269b29.3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ;ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2
;ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7
.2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib. 406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj. 872 ;ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl. 581
, cf. Hipp.19 (dub. l.). -
2 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
3 ἐπι[πολ]ή
ἐπι[πολ]-ή, ἡ, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex ([place name] Euryalus), Th.6.96, etc.2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.II. elsewh. only in gen., ἐπιπολῆς, as Adv., on the top, Hdt.2.62, Arist.GA 747a5, etc.;κάτω μὲν καὶ ἐ..., ἐν μέσῳ δέ.. X. Mem.3.1.7
;λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4
; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77;τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb. 47c
, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh. 1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37;πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist. HA 622b25
, cf. Rh. 1376b14.2. as Prep., c. gen., on the top of, above,τῶν πυλέων Hdt.1.187
, cf. Ar.Ec. 1108, Pl. 1207.3. with other Preps.,κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201
;ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38
; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5);δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc.
ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ή
-
4 διαρτάω
A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.II to separate,διδύμους Ph.2.303
, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5;τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25
;διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7
: c. gen.,σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509
; dismember, Plot.6.9.5; interrupt,τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40
; forced apart,Id.
Comp.20;διηρτημένων.. φωνῶν Demetr.Lac.1014.48
F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connexion, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρτάω
-
5 μεταβολεύς
A one who exchanges or barters, trafficker, huckster,κάπηλος, παλιγκάπηλος, μεταβολεύς D.25.46
, cf. Sch.Ar.Pl. 1156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολεύς
-
6 πολύτροπος
A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13, 439;τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt. 291b
; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi. 364e ([comp] Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; alsoπόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33
;στρατεία Eun.Hist. p.223D.
III various, manifold,ξυμφοραί Th.2.44
; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr. 471, Nat.28.1 (p.7V.);κακά Ph.2.567
;ἔθνη Plu.Marc.12
;τύχαι Id.Alc.2
;ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3
;τὸ π. Phld.Sign.26
. Adv.- πως
in many manners, Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: [comp] Comp.,- ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5
G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτροπος
-
7 χύσις
A shedding, pouring out or forth,αἱμάτων Thphr.Fr.174.6
(pl.): metaph., squandering,οὐσίας Alciphr.1.21
.2 diffusion, e.g. of nutriment, Gal.6.87; opp. πίλησις, Id.Nat.Fac.1.3 (pl.); coupled with ἀνάλυσις, διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.136, cf. 188.3 melting,κηροῦ S.E.P.3.14
; casting, fusing, Str.16.2.25.4 dispersion,ἐν τῇ χ. τοῦ ἑνὸς πλῆθος γίγνεται Plot.6.6.1
.II liquid poured forth, flood, stream, ἐκχέασα γάποτον χ., of a libation, A.Ch.97;πόντου χ. Opp.H.5.78
;ὕδατος Arat.393
, A.R.4.1416: metaph, χρονίη χ. lapse of time, AP9.153 (Agath.).2 of dry things, heap,φύλλων χ. Od.5.483
, 19.443;νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.Hec.1.1.11
, cf. AP9.282 (Antip.Thess.); .3 metaph. of fluency or copiousness of speech, ascribed to Cicero in contrast to the ὕψος ἀπότομον of Demosthenes,ὁ Κικέρων ἐν χύσει Longin.12.4
;ἡ χ. τῶν λέξεων Phld.Po.Herc. 1676.6
.4 quantity, abundance,σαρκῶν AP5.36
(Rufin.); χ. φαυλότητος a great deal of badness, Porph.Abst.3.2. -
8 ἐθισμός
ἐθ-ισμός, ὁ,A accustoming, habituation, Arist.EN 1098b4, al;τὰ κατ' ἐθισμόν τινος LXX Ge.31.35
; : pl., habits, Arist.Pol. 1331b6; usages, Posidipp.25, Plb.1.17.11; οἱ ἐξ ἀρχῆς ἐ. PTeb.40.20 (ii B. C.);οἱ νόμοι καὶ οἱ ἐ. Phld.Piet. 102
, cf. IG22.1043.30 (i B. C.); οἱ πολύτροποι ἐ. τῶν λέξεων customary modes of speech, Epicur.Nat.28.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθισμός
-
9 ἐπισύρω
A drag or trail after one,τὼ πόδε D.L.1.81
;χλαμύδα λαμπράν Posidon.36
J.:—[voice] Med.,ποδήρεις χιτῶνας Luc.VH2.46
; φελλούς ib.45 ;φόρτον Porph.VP25
;γυναῖκας J.BJ4.1.10
: —[voice] Pass., crawl or creep along,ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyn.5.13
, cf.Ael.NA2.23 ; to be drawn over, rub against,μήνιγγι Heliod.
ap. Orib.46.19.2 ; to be trailed on the ground, Ph.2.148 ; to be protracted, Just.Nov.42.1.2.3 [voice] Med., draw over oneself,δέρμα αἰγός Longus3.24
.b draw up by friction, Steph.in Gal.1.326D.4 [voice] Pass., to be impeded in movements, Aret.SD1.7.II c. acc., do in a slovenly, careless way, slur over, evade intentionally, τὰ πράγματα Lys,26.3 ;τὰς πράξεις Plb.29.12.6
;γραφήν D.H.1.7
(v.l. ὑπο- ; βίον Jul.Gal. 43b ([voice] Pass.): abs.,ἐπισύροντες ἐροῦσι D.20.131
;ἐπισύρων γέγραφα Jul.Ep.4
;ἐ. ἐν ταῖς πράξεσι
to be negligent,M.Ant.
8.51 ;καταφρονεῖν ὧν οὐκ οἶδεν καὶ ἐπισύρειν Porph.Abst.2.53
: in this sense freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass., slurred over, neglected, Plb.16.20.3 ; τὸ -μένον [ τῶν λέξεων] Phld.Rh.1.49 S. ; slovenly, hastily written,Luc.
DMeretr.10.3 ; φθέγγεσθαι ἐ. τι καὶ συνεχὲς καὶἐπίτροχον Id.Nav.2
; χρέμπτεσθαι ἐ. Ps.-Luc.Philopatr.20 ; ἐ. καὶ ῥυπαρός slovenly and dirty, of a man, D.L.1.81 ; ἐ. ἤθη lax morals, Procl.in Prm.p.553S. Adv. carelessly,Epict.
Ench.31, Sch.Ar.Ra. 1545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισύρω
-
10 ἐποικοδόμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποικοδόμησις
-
11 μειόω
A lessen, diminish, opp. αὔξω, Phld.Oec.p.21 J. ([voice] Pass.);μ. τὸ χωρίον Plb.9.20.3
; μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν diminish the armour by the breast-pieces, D.H.4.16;μειούμενον φόρον PFay.26.15
(ii A. D.); moderate,τὴν ἄγαν κάθαρσιν X.Eq.5.9
.3 lessen by word, disparage,τὰ τῶν πολεμίων X. Cyr.6.3.17
, cf.Hier.2.17;αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.II [voice] Pass., become smaller, decrease, in size, etc.,σπλὴν ἐμειοῦτο Hp.Epid.1.26
.γ, cf. Pl.Cra. 409c;δελήνη μειουμένη Arist.Mu. 399a7
, cf. Ph.2.153, al.2 become worse or weaker,μ. τὴν διάνοιαν X.Mem.4.8.1
: c. gen., fall short of, τῶν.. μεγάλα θυόντων ib.1.3.3;τῆς τοῦ σώματος ἰσχύος Id.Cyr.7.5.65
. -
12 ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκή, ἡ,A plaiting together, ῥίζαι κατ' ἐπιπλοκὴν δασεῖαι matted roots, Dsc.4.187; ἐπιπλοκαὶ ἀτόμων entanglements, Ph.2.489: metaph.,τῶν αἰτίων πρὸς ἄλληλα Plot.3.1.2
.2. union, intercourse,πρὸς ἀλλήλους Plb.5.37.2
;τῶν βαρβάρων Str.14.2.28
;εἰς τοὺς τόπους Plb.2.12.7
(but ἐ. εἰς Πελοπόννησον intermeddling with the affairs of P., Id.4.3.3): c. dat., Phld.Ir.p.47 W.; connexion of people with one another, Stoic.3.90, 161 (pl.); φίλων ἐπιπλοκαὶ ἑστιατικαί friendly relations.., ib.254; sexual intercourse, D.S.4.9, Plu.Sol.20 (pl.), etc.3. combination of styles, in pl., D.H.Dem.37, Hermog.Stat. 5; concatenation of cause with effect, Chrysipp.Stoic.2.293, 265.4. complexity, confusion, muddle,τοῦ βίου Men.16.8D.
; ἐ. σοφιστικαί involved arguments, Alex.Aphr.in Metaph.270.30.5. Gramm., insertion of a letter, Ath.7.324d, Hdn.Gr.2.928; combination, στοιχείων, λέξεων, A.D.Synt.3.11, 4.10.b. alloying of metals, Ps.Democr. p.54B.c. mixed nature of disease, Gal.Sect.Intr.6; esp. of fevers, Id.7.370, al.6. in Metre, conversion of rhythms by change in order of syllables, Mar. Vict.p.63K.; also, a group of rhythms thus related, ἐ. δυαδικὴ τετράσημος, τρίσημος, ibid., cf. Juba ib.p.94K., Sch.Heph.p.110C., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλοκή
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
λεξιλόγιο — Το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, οι νεολογισμοί, οι διάλεκτοι, η αργκό, η ορολογία της κλπ. Ο όγκος και η σύνθεση ενός λ. εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και την ικανότητα εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των φορέων της.… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek
ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek